- ουραλικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη ή στη γεωγραφική περιοχή τους («ουραλικές γλώσσες» — γλωσσική οικογένεια με περισσότερες από είκοσι συγγενείς μεταξύ τους γλώσσες οι οποίες προήλθαν από μία πρωτοουραλική μητέρα-γλώσσα που μιλιόταν πριν από 7.000 ώς 10.000 χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.